αναγραμματίζω

αναγραμματίζω
αναγραμματίζω, αναγραμμάτισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναγραμματίζω — (Μ ἀναγραμματίζω) αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση] …   Dictionary of Greek

  • αναγραμματίζω — τισα, αλλάζω τη σειρά των γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης και σχηματίζω νέα λέξη ή φράση, π.χ. «νόμος» «μόνος», «αναγράφηκες» «ανάγκες, ραφή» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγραμματιζόμενον — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp masc acc sg ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραμματιζομένη — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραμματιζομένῳ — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραμματισθείς — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραμματισθέν — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγραμμα — το η λέξη που σχηματίστηκε από αναγραμματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γράμμα. ΠΑΡ. αναγραμματίζω, αναγραμματικός] …   Dictionary of Greek

  • αναγραμμάτιση — η [αναγραμματίζω] ο αναγραμματισμός …   Dictionary of Greek

  • μεταγραμματίζω — (ΑM μεταγραμματίζω) μεταβάλλω τη θέση τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, αναγραμματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γράμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”